Διαπροσωπικές Σχέσεις


Πολύβια Γεράκη, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Msc Ψυχικής Υγείας & Ψυχιατρικής Παιδιού & Εφήβου, Ιατρική Σχολή Αθηνών
Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία

 

Οι παρέες των συνομηλίκων και οι διαπροσωπικές σχέσεις, αποτελούν ένα από τους πιο σημαντικούς φορείς κοινωνικοποίησης. Τα παιδιά διαμορφώνουν μία νέα αντίληψη του «εμείς», μέσα από το παιχνίδι και τη συναναστροφή, μαθαίνουν να ανταγωνίζονται και να συμβιβάζονται, να υπολογίζουν τους άλλους, να παίζουν σύμφωνα με τους κανόνες, να βιώνουν υποχρεώσεις και δικαιώματα, θέσεις και ρόλους διαμορφώνοντας την προσωπικότητά τους.  

Η είσοδος στο σχολείο αποτελεί σταθμό στη ζωή του παιδιού. Το παιδί απομακρύνεται από το στενό περιβάλλον της οικογένειας και της γειτονιάς και εισέρχεται στο χώρο των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων. Η ευθύνη της οικογένειας στα θέματα κοινωνικοποίησης αρχίζει να περιορίζεται και μέρος της ευθύνης αναλαμβάνεται από τους άλλους φορείς, με κύριο πυρήνα τη σχολική κοινότητα και κατ’ επέκταση και την παρέα των συνομηλίκων. Για πολλά χρόνια, το παιδί θα βρίσκεται και θα εργάζεται μαζί με άλλα είκοσι παιδιά, κάτω από την καθοδήγηση και εποπτεία του δασκάλου, με διπλή ιδιότητα: του μαθητή και του συμμαθητή-φίλου. Οι μαθησιακές απαιτήσεις αποτελούν αφετηρία για νέα επιτεύγματα και ικανοποιήσεις, αλλά συγχρόνως τις περισσότερες φορές και πηγή δυσκολιών, απογοητεύσεων και ψυχικών εντάσεων για το παιδί. Από την άλλη, ως συμμαθητής έχει να αντιμετωπίσει και να επιλύσει μόνος του ποικίλες διαφορές με τους συνομηλίκους του και νέες μορφές διαπροσωπικής συμπεριφοράς – συνεργασία και ανταγωνισμό στα μαθήματα και στα παιχνίδια, επιθετική συμπεριφορά, επικριτική στάση, αδιαφορία κ.τ.λ.           

Κατά τη σχολική ηλικία, το παιδί εκδηλώνει δύο νέα βασικά στοιχεία: την τάση για παραγωγικότητα και την τάση για συμμετοχή στις ομάδες συνομηλίκων. Το παιδί, εξοπλισμένο με τις νέες κατακτήσεις του στο γνωστικό τομέα, καλείται να δείξει ότι είναι ικανό να αναλαμβάνει και να ολοκληρώνει δραστηριότητες. Επίσης, το παιδί απελευθερώνεται από το εγωκεντρικό πλαίσιο της προσχολικής περιόδου, παύει να έχει ως επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τον εαυτό του και τους γονείς του και επιζητεί τη συντροφιά και την επικοινωνία με άτομα που δεν ανήκουν στην οικογένεια. Η επιθυμία του μάλιστα να βρίσκεται μαζί και να αλληλεπιδρά με συνομηλίκους κορυφώνεται κατά τη σχολική ηλικία. Η ομαλή ένταξη του παιδιού στις ομάδες των συνομηλίκων και η κοινωνική αποδοχή του αποτελεί έναν από τους βασικότερους αναπτυξιακούς στόχους της περιόδου αυτής. Οι ομάδες των συνομηλίκων, αρχικά, είναι ομάδες παιχνιδιού. Το παιδί μέσα στην ομάδα των συνομηλίκων, εξασφαλίζει συντρόφους για το παιχνίδι, οι οποίοι έχουν περίπου τις ίδιες ικανότητες και δεξιότητες, τα ίδια ενδιαφέροντα και ασχολίες, και έτσι παρέχονται ευκαιρίες για ισότιμη συμμετοχή και δίκαιο συναγωνισμό. Μέσα όμως σε ένα τέτοιο πλαίσιο αλληλεπίδρασης, το παιδί μαθαίνει γνώσεις και δεξιότητες, αντιμετωπίζει καταστάσεις και βιώνει ψυχικές ικανοποιήσεις. Μέσα από τους συνομηλίκους του το παιδί μαθαίνει να βάζει σιγά σιγά τον εγωκεντρισμό του στην άκρη προκειμένου να ανήκει σε μια ομάδα και να «παίζει» μαζί τους. Μαθαίνει να ακολουθεί κάποιους κανόνες, αν θέλει να παραμείνει σε αυτή την ομάδα. Επομένως, είναι ένα πρώτο στάδιο όπου το «Εγώ» γίνεται «Εμείς». Ικανοποιείται, επίσης, η ανάγκη του να αισθάνεται αρεστός και αποδεκτός από κάποιους άλλους, που δεν είναι η μαμά και ο μπαμπάς και οι λοιποί συγγενείς. Τονώνεται, έτσι η αυτοπεποίθησή του. Κάθε συνάντηση με συνομηλίκους αποτελεί μια εμπειρία που βοηθάει στην διαδικασία της ωρίμανσης. Τα παιδιά νιώθουν πιο σίγουρα για τον εαυτό τους, προσαρμόζονται πιο εύκολα σε νέες συνθήκες και τολμούν περισσότερο σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν έχουν φίλους. Η συναναστροφή με τους συνομηλίκους αποτελεί επίσης ένα ισχυρό «αντίδοτο» στο άγχος που πιθανώς να καταλαμβάνει μερικές φορές τα παιδιά.

Κατά την περίοδο της εφηβείας, παρατηρούνται αλλαγές στο σωματικό, ψυχικό, γνωστικό και κοινωνικό τομέα. Οι παρέες των εφήβων βοηθούν τα άτομα αφενός να αφομοιώσουν αυτά που τους συμβαίνουν καθώς βιώνουν και αυτοί την ίδια κατάσταση και αφετέρου συμβάλλουν στην ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων του. Οι συνομήλικοι για τον έφηβο είναι :

o   Άτομα που τον καταλαβαίνουν

o   Άτομα που θα διασκεδάζουν μαζί

o   Μέσο κοινωνικοποίησης

o   Μια ομάδα που θα τον βοηθήσει να αποκτήσει μια ταυτότητα.                

Μέσα στην ομάδα των συνομηλίκων το παιδί - έφηβος γίνεται ένας μεταξύ πολλών όμοιων του. Η ομάδα των εφήβων είναι και κάτι περισσότερο από ομάδα παιχνιδιού. Είναι μια ομάδα όπου ο έφηβος την έχει ως πρότυπο συμπεριφοράς. Στο εξής ο έφηβος έχει και μια άλλη προοπτική στις κρίσεις του, τους όμοιούς του. Δεν εγκαταλείπει ξαφνικά τις απόψεις των σημαντικών ενηλίκων, αλλά στο εξής όλο και περισσότερο αρχίζει να «μετράει» και η γνώμη της παρέας. Έρευνες, μάλιστα, έχουν δείξει ότι υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στον τρόπο που βλέπει ο έφηβος τον εαυτό του και στον τρόπο που βλέπουν τον έφηβο οι συνομήλικοί του. Στις προηγούμενες ηλικίες γονείς και οικογένεια υπήρξαν οι κύριοι φορείς της κοινωνικοποίησης του παιδιού. Τώρα πια οι συνομήλικοι και οι στενοί φίλοι ασκούν σημαντικές κοινωνικές επιδράσεις στη ζωή του παιδιού-εφήβου. Με πολλούς τρόπους τα παιδιά αυτής της ηλικίας αρχίζουν να αγνοούν τους ενηλίκους και να απορροφούνται από την παιδική κοινότητα. Και σε αυτό ακόμη το στάδιο, τα παιδιά τείνουν να διαλέγουν κατά κανόνα φίλους που έχουν την ίδια με αυτά κοινωνική θέση, που ζουν στην ίδια γειτονιά ή φοιτούν στην ίδια τάξη στο σχολείο και που είναι της ίδιας περίπου ηλικίας.                      

Η παιδική φιλία είναι μια προπαιδευτική εμπειρία. Οι παιδικές φιλίες δίνουν τις πρώτες ευκαιρίες στο άτομο να νιώθει ελεύθερο, να μοιράζεται τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του με κάποιον άλλο, χωρίς να φοβάται ότι απειλείται το δικό του «Εγώ». Το παιδί που δε μπορεί να αναπτύξει και δεν έχει παιδικές φιλίες, το πιθανότερο είναι ότι θα ζήσει, και στις επόμενες φάσεις της ζωής του, στη μοναξιά, στην απομόνωση και στην αποξένωση, στο περιθώριο της κοινωνίας. Η φιλία δεν έχει σχέση με την εξωτερική εμφάνιση ή το στυλ. Οι έφηβοι που δε γίνονται αποδεκτοί δεν πιστεύουν στον εαυτό τους, μειώνεται η αυτοεκτίμηση τους, βιώνουν ψυχική ένταση λόγω της απόρριψης και πολλές φορές το εκδηλώνουν. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να ενθαρρύνουν τα παιδιά να γνωρίζουν καινούρια άτομα σε οποιοδήποτε πλαίσιο -και εκτός σχολείου- προκειμένου να εξοικειωθούν με τις αναμενόμενες για την ηλικία τους κοινωνικές δεξιότητες. Έτσι, διασφαλίζουν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί μια υγιή αυτοπεποίθηση για τα παιδιά, κάτι που αποτελεί σημαντικό εφόδιο ζωής.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Bassioti, P., Katsioti, M., & Giotsa, A. (2014). The application of Structural Systemic Approach in Parents Training Groups. In A. Giotsa (Ed.), Psychological and Educational Approaches in Times of Crises – Exploring New Data. Untested Ideas Research Center. New York: Niagara Falls.

Durlak, J. A., & Wells, A. M. (1997). Primary prevention mental health programs for children and adolescents: A meta‐analytic review. American journal of community psychology, 25(2), 115-152.

Eichsteller, G., & Holthoff, S. (2012). The Art of Being a Social Pedagogue: Developing Cultural Change in Children’s Homes in Essex. International Journal of Social Pedagogy, 1(1), 30–46. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://internationaljournalofsocialpedagogy.com. Τελευταία πρόσβαση στις: 16-062017.

Eichsteller, G., & Holthoff, S. (2011). Conceptual Foundations of Social Pedagogy: A Transnational Perspective from Germany. In C. Cameron, & P. Moss (Eds.), Social Pedagogy and Working with Children and Young People: Where Care and Education Meet (33-52). London: Jessica Kingsley Publishers.

Elliott, S. N., Kratochwill, T. R., Cook, J. L., & Travers, J. F. (2008). Εκπαιδευτική Ψυχολογία: Αποτελεσματική Διδασκαλία, Αποτελεσματική Μάθηση (μτφρ. Μ. Σόλμαν & Φ. Καλύβα, επιμ. Α. Λεονταρή & Ε. Συγκολλίτου). Αθήνα: Gutenberg

Giotsa, A., & Touloumakos, A. K. (2014). They Accept Me, They Accept Me Not”: Psychometric Properties of the Greek Version of the Child Parental Acceptance – Rejection Questionnaire Short-Form. Journal of Family Issues, 37(9), 1226 – 1243. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://journals.sagepub.com/doi/abs/10.1177/0192513x14543851.

Henderson, N., & Milstein, M. (2008). Σχολεία που προάγουν την ψυχική ανθεκτικότητα: Πώς μπορεί να γίνει πραγματικότητα για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς (μτφρ. Β. Βασσαρά, επιστημονική επιμ. Χ. Χατζηχρήστου). Αθήνα: Τυπωθήτω.

Hatzichristou, C., Lykitsakou, K., Lampropoulou, A., & Dimitropoulou, P. (2010). Promoting the well-being of school communities: A systemic approach. In B. Doll, W. Phohl, & J. Yoon (Eds.), Handbook of Prevention Science (255-274). New York: Routledge.

Masten, A., Herbers, J., Cutuli, J., & Lafavor, T. (2008). Promoting competence and resilience in the school context. Professional School Counseling, 12(2), 76-84.

Meyers J. & Meyers B. (2003). Bi-directional influences between positive psychology and primary prevention. School Psychology Quarterly, 18 (2), 222-229.

Petrie, P. (2011). Communication Skills for Working with Children and Young People: Introducing Social Pedagogy. London: Jessica Kingsley Publishers. 

Post, S. G. (2005). Altruism, happiness, and health: It’s good to be good. International journal of behavioral medicine, 12(2), 66-77.

Schwartz, C., & Sendor, R. M. (1999). Helping others helps oneself: response shift effects in peer support. Social Science & Medicine, 48(11), 1563-1575.

Βασίλαρου, Β. (2010). Η ανάπτυξη και η καλλιέργεια των συναισθηµάτων µέσα από την Αγωγή Υγείας. Στα Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρµοσµένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο: Μαθαίνω πώς να Μαθαίνω. Αθήνα, Ελλάδα, 7 - 9 Μαΐου 2010, 1-10. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://www.elliepek.gr/documents/5o_synedrio_eisigiseis/Vasilarou.pdf.

Βράντση, Α., & Δημητριάδου, Κ. (2014). Ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας των μαθητών: μια εκπαιδευτική παρέμβαση στην Α΄ δημοτικού. Επιστημονική Επετηρίδα Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 26, 4-34.